μανασσίτης

μανασσίτης
ο
(ορυκτ.) σπάνιο ένυδρο ανθρακικό ορυκτό τού υδροξειδίου τού μαγνησίου και τού αργιλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. manasseite από το επών. τού Enresto Manasse, Ιταλού ανθρακολόγου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”